Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θύλαξ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θύλαξ
<
ελληνιστική κοινή
θύλαξ
<
αρχαία ελληνική
θύλακος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θύλαξ
αρσενικό
(
αρχαιοπρεπές
)
άλλη μορφή
του
θύλακος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θύλαξ
→
δείτε
τη λέξη
θύλακος