θωρακίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θωρακίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θωρακίζω
- θα θωρακίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θωρακίζω
θωρακίσουν