θυσιαστούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθυσιαστούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θυσιάζομαι
- θα θυσιαστούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θυσιάζομαι
θυσιαστούμε