Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θυμιατίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θυμιατίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θυμιατίζω
  3. θα θυμιατίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θυμιατίζω