θυμιατίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θυμιατίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θυμιατίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θυμιατίζω
- θα θυμιατίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θυμιατίζω