Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θρονιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θρονιάζω
  2. θα θρονιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θρονιάζω