θριαμβεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θριαμβεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θριαμβεύω
- θα θριαμβεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θριαμβεύω