Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θρηνώδησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
θρηνώδησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
θρηνωδώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
θρηνωδώ