θρηνοβολῶ
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρηνοβολῶ < αρχαία ελληνική θρῆνο(ς) + -βολῶ
Ρήμα
επεξεργασίαθρηνοβολῶ
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- θρηνοβολοῦ (γ' πρόσωπο πληθυντικού ενεστώτα)
Πηγές
επεξεργασία- θρηνοβολῶ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].