Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θρήνησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος θρηνώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος θρηνώ