θρέψουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθρέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρέφω
- θα θρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρέφω
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαθρέψουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θρέφω
- θα θρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θρέφω