Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

θητεύσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θητεύω
  2. θα θητεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θητεύω