Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

θητεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θητεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θητεύω
  3. θα θητεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θητεύω