Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

θησαυρίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θησαυρίζω
  2. θα θησαυρίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θησαυρίζω