θηρεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θηρεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θηρεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θηρεύω
- θα θηρεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θηρεύω