θηλάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θηλάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θηλάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θηλάζω
- θα θηλάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θηλάζω