Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θηλάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θηλάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θηλάζω
  3. θα θηλάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θηλάζω