Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεόσδοτος < θεός + δίδωμι

  Επίθετο επεξεργασία

θεόσδοτος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει δοθεί από θεό ή θεούς

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. θεόδοτος