θεωρητικολογήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θεωρητικολογήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεωρητικολογώ
- θα θεωρητικολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεωρητικολογώ