Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θεωρητικολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θεωρητικολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεωρητικολογώ
  3. θα θεωρητικολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεωρητικολογώ