θερμομετρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθερμομετρούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος θερμομετρώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θερμομετρούμαι | θερμομετρούμουν | θα θερμομετρούμαι | να θερμομετρούμαι | ||
β' ενικ. | θερμομετρείσαι | θερμομετρούσουν | θα θερμομετρείσαι | να θερμομετρείσαι | ||
γ' ενικ. | θερμομετρείται | θερμομετρούνταν | θα θερμομετρείται | να θερμομετρείται | ||
α' πληθ. | θερμομετρούμαστε | θερμομετρούμασταν θερμομετρούμαστε |
θα θερμομετρούμαστε | να θερμομετρούμαστε | ||
β' πληθ. | θερμομετρείστε | θερμομετρούσασταν θερμομετρούσαστε |
θα θερμομετρείστε | να θερμομετρείστε | θερμομετρείστε | |
γ' πληθ. | θερμομετρούνται | θερμομετρούνταν | θα θερμομετρούνται | να θερμομετρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θερμομετρήθηκα | θα θερμομετρηθώ | να θερμομετρηθώ | θερμομετρηθεί | ||
β' ενικ. | θερμομετρήθηκες | θα θερμομετρηθείς | να θερμομετρηθείς | θερμομετρήσου | ||
γ' ενικ. | θερμομετρήθηκε | θα θερμομετρηθεί | να θερμομετρηθεί | |||
α' πληθ. | θερμομετρηθήκαμε | θα θερμομετρηθούμε | να θερμομετρηθούμε | |||
β' πληθ. | θερμομετρηθήκατε | θα θερμομετρηθείτε | να θερμομετρηθείτε | θερμομετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | θερμομετρήθηκαν θερμομετρηθήκαν(ε) |
θα θερμομετρηθούν(ε) | να θερμομετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θερμομετρηθεί | είχα θερμομετρηθεί | θα έχω θερμομετρηθεί | να έχω θερμομετρηθεί | θερμομετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις θερμομετρηθεί | είχες θερμομετρηθεί | θα έχεις θερμομετρηθεί | να έχεις θερμομετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει θερμομετρηθεί | είχε θερμομετρηθεί | θα έχει θερμομετρηθεί | να έχει θερμομετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θερμομετρηθεί | είχαμε θερμομετρηθεί | θα έχουμε θερμομετρηθεί | να έχουμε θερμομετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε θερμομετρηθεί | είχατε θερμομετρηθεί | θα έχετε θερμομετρηθεί | να έχετε θερμομετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θερμομετρηθεί | είχαν θερμομετρηθεί | θα έχουν θερμομετρηθεί | να έχουν θερμομετρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμομετρούμαι
|