Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμαλατέα < (θερμός) θερμ- + ἁλάτ(ιον) + -έα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμαλατέα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία