θερμίστορ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμίστορ < αγγλική thermistor < thermal, resistor
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμίστορ ουδέτερο άκλιτο
- είδος αντιστάτη του οποίου η ηλεκτρική αντίσταση μεταβάλλεται ανάλογα με τη θερμοκρασία του
Σημειώσεις
επεξεργασία- όπως πολλές λέξεις προερχόμενες από τα αγγλικά συναντάται στον πληθυντικό και με σίγμα στο τέλος (θερμίστορς)
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμίστορ