θεριστούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θεριστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θερίζομαι
- θα θεριστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θερίζομαι
θεριστούν