Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος θερίζω

  Ρήμα επεξεργασία

θερίζομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία