Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

θεριέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεριεύω
  2. θα θεριέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεριεύω