Ετυμολογία

επεξεργασία
θεομυσής < θεός + μύσος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεομυσής, -ης, -ές

  • αυτός που φέρει μίασμα από θεό ή θεούς, ο μεμιασμένος

Δείτε επίσης

επεξεργασία