Ετυμολογία

επεξεργασία
θεομισής < θεός + μίσος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεομισής, -ής, -ές

  1. αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς
  2. ο αλιτήριος*
  3. ο θεομίσητος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία