Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοκλυτέω παρασύνθετο του θεόκλυτος

  Ρήμα επεξεργασία

θεοκλυτέω - θεοκλυτῶ (συνηρημένο)

  1. επικαλούμαι τη βοήθεια θεού, ή θεών
  2. εύχομαι σε θεό, ή θεούς
  3. στην παθητική φωνή: είμαι θεόπνευστος

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. θεοποιῶ
  2. θεόω
  3. θειάζω

Σύνθετα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το ρήμα θεοκλυτέω - θεοκλυτῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα και μέλλοντα από τον Αισχύλο (Πέρσαι 500), οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι.