θεμελιώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θεμελιώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεμελιώνω
- θα θεμελιώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεμελιώνω
θεμελιώσετε