Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θαφτούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θάβομαι
  2. θα θαφτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θάβομαι