θαυματουργήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθαυματουργήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θαυματουργώ
- θα θαυματουργήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θαυματουργώ