Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θαυματουργήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θαυματουργώ
  2. θα θαυματουργήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θαυματουργώ