Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

θαυματουργήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θαυματουργώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θαυματουργώ
  3. θα θαυματουργήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θαυματουργώ