θανατώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θανατώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θανατώνω
- θα θανατώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θανατώνω
θανατώσουν