θαλασσώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θαλασσώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θαλασσώνω
- θα θαλασσώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θαλασσώνω
θαλασσώσετε