θαλασσοπνιγείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθαλασσοπνιγείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θαλασσοπνίγομαι
- θα θαλασσοπνιγείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θαλασσοπνίγομαι