θάψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θάψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θάβω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θάβω
- θα θάψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θάβω
θάψει