ηχογραφήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ηχογραφήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηχογραφώ
- θα ηχογραφήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηχογραφώ
ηχογραφήσουν