ηχήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ηχήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ηχώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηχώ
- θα ηχήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηχώ
ηχήσει