Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ησύχασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ησύχασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ησυχάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ησυχάζω