Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ημερέψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ημερεύω
  2. θα ημερέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ημερεύω