ημερέψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ημερέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ημερεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ημερεύω
- θα ημερέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ημερεύω