Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλεκτρόλυσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ηλεκτρόλυσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ηλεκτρολύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ηλεκτρολύω