Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ηλεκτροφωτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ηλεκτροφωτίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτροφωτίζω
  3. θα ηλεκτροφωτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηλεκτροφωτίζω