ηλεκτροφωτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαηλεκτροφωτίζω
- φωτίζω χάρη στο ηλεκτρικό ρεύμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ηλεκτροφωτίζω | ηλεκτροφώτιζα | θα ηλεκτροφωτίζω | να ηλεκτροφωτίζω | ηλεκτροφωτίζοντας | |
β' ενικ. | ηλεκτροφωτίζεις | ηλεκτροφώτιζες | θα ηλεκτροφωτίζεις | να ηλεκτροφωτίζεις | ηλεκτροφώτιζε | |
γ' ενικ. | ηλεκτροφωτίζει | ηλεκτροφώτιζε | θα ηλεκτροφωτίζει | να ηλεκτροφωτίζει | ||
α' πληθ. | ηλεκτροφωτίζουμε | ηλεκτροφωτίζαμε | θα ηλεκτροφωτίζουμε | να ηλεκτροφωτίζουμε | ||
β' πληθ. | ηλεκτροφωτίζετε | ηλεκτροφωτίζατε | θα ηλεκτροφωτίζετε | να ηλεκτροφωτίζετε | ηλεκτροφωτίζετε | |
γ' πληθ. | ηλεκτροφωτίζουν(ε) | ηλεκτροφώτιζαν ηλεκτροφωτίζαν(ε) |
θα ηλεκτροφωτίζουν(ε) | να ηλεκτροφωτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ηλεκτροφώτισα | θα ηλεκτροφωτίσω | να ηλεκτροφωτίσω | ηλεκτροφωτίσει | ||
β' ενικ. | ηλεκτροφώτισες | θα ηλεκτροφωτίσεις | να ηλεκτροφωτίσεις | ηλεκτροφώτισε | ||
γ' ενικ. | ηλεκτροφώτισε | θα ηλεκτροφωτίσει | να ηλεκτροφωτίσει | |||
α' πληθ. | ηλεκτροφωτίσαμε | θα ηλεκτροφωτίσουμε | να ηλεκτροφωτίσουμε | |||
β' πληθ. | ηλεκτροφωτίσατε | θα ηλεκτροφωτίσετε | να ηλεκτροφωτίσετε | ηλεκτροφωτίστε | ||
γ' πληθ. | ηλεκτροφώτισαν ηλεκτροφωτίσαν(ε) |
θα ηλεκτροφωτίσουν(ε) | να ηλεκτροφωτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ηλεκτροφωτίσει | είχα ηλεκτροφωτίσει | θα έχω ηλεκτροφωτίσει | να έχω ηλεκτροφωτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ηλεκτροφωτίσει | είχες ηλεκτροφωτίσει | θα έχεις ηλεκτροφωτίσει | να έχεις ηλεκτροφωτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ηλεκτροφωτίσει | είχε ηλεκτροφωτίσει | θα έχει ηλεκτροφωτίσει | να έχει ηλεκτροφωτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ηλεκτροφωτίσει | είχαμε ηλεκτροφωτίσει | θα έχουμε ηλεκτροφωτίσει | να έχουμε ηλεκτροφωτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ηλεκτροφωτίσει | είχατε ηλεκτροφωτίσει | θα έχετε ηλεκτροφωτίσει | να έχετε ηλεκτροφωτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ηλεκτροφωτίσει | είχαν ηλεκτροφωτίσει | θα έχουν ηλεκτροφωτίσει | να έχουν ηλεκτροφωτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηλεκτροφωτίζω
|