ηλεκτριστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαηλεκτριστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτρίζομαι
- θα ηλεκτριστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηλεκτρίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτρίζομαι