Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ηθικολογήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηθικολογώ
  2. θα ηθικολογήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηθικολογώ