ηθικολογήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ηθικολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηθικολογώ
- θα ηθικολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηθικολογώ
ηθικολογήσεις