Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηγεμόνευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ηγεμόνευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ηγεμονεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ηγεμονεύω