Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζόρισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ζόρισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ζορίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ζορίζω