ζουζουνίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαζουζουνίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζουζουνίζω
- θα ζουζουνίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζουζουνίζω